αὐλητήρ

αὐλητήρ
αὐλ-ητήρ, ῆρος, ,
A = αὐλητής, Hes.Sc.283,298, Archil.123, Thgn.825, Ar.Fr.566.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αὐλητήρ — masc nom sg αὐλητής flute player masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλητῆρα — αὐλητήρ masc acc sg αὐλητής flute player masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλητῆρες — αὐλητήρ masc nom/voc pl αὐλητής flute player masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλητῆρι — αὐλητήρ masc dat sg αὐλητής flute player masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλητῆρος — αὐλητήρ masc gen sg αὐλητής flute player masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυλητής — ο (θηλ. αυλητρίδα, η) (Α αὐλητής και αὐλητήρ, θηλ. αὐλήτρια και αὐλητρίς, [ ίδος], η) [αυλός] 1. αυτός που παίζει επαγγελματικά αυλό 2. «αὐλητὴς ὑπονόμων» υγειονομικός μηχανικός …   Dictionary of Greek

  • αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

  • ՓՈՂԱՀԱՐ — (ի, աց.) NBH 2 0951 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 11c գ. αὑλητής, αὑλητήρ իգ. αὑλητρίς , σαλπιγκτής, σαλπιστής tibicen, tubicen, tubicina. որ եւ ՓՈՂԱՐ. Հարկանօղ փողոյ կամ սրնգի. պօրոս՝ զուռնա՝ տիւտիւկ չալօղ. պօռուղեն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”